- ὑπερενιαυτίζω
- ὑπερενῐαυτίζω,A last above a year, Jul.Ep.180 (p.392a).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερενιαυτίζω — Α διαρκώ περισσότερο από ένα έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐνιαντίζω (< ἐνιαυτός «χρόνος, έτος»)] … Dictionary of Greek